- χαρτοδέσιμο
- το, Νχαρτοδέτηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτόδεσ-α αόρ. τού ρ. χαρτοδένω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. δέσ-ιμο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαρτοδεσία — χαρτοδεσία, η και χαρτόδεση, η και χαρτοδέτηση, η και χαρτοδέσιμο, το η πράξη και το αποτέλεσμα του χαρτοδένω, το δέσιμο βιβλίου με χαρτί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)